- μελεδωνός
- μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) [μελεδών]1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.)2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος3. τίτλος δημόσιου αξιώματος στη Σάμο4. φρ. α) «θηρίων μελεδωνοί» — τιμητικό κληρονομικό επάγγελμα το οποίο ασκούσαν στην Αίγυπτο άνδρες και γυναίκες, που είχαν ως καθήκον τη φύλαξη ή την επιμέλεια τών κροκοδείλωνβ) «μελεδωνὸς τροφῆς» — αυτός που προμήθευε τροφήγ) «μελεδωνοὶ ληστῶν» — πράκτορες ληστών, ληστοτρόφοιδ) «μελεδωνοὶ τῶν χρημάτωνοι φύλακες ή οι διαχειριστές τών χρημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.